καμπάνα

καμπάνα
η колокол;

§ τρώγω μιά γερή καμπάνα — воен, получить строгое наказание (наряд, гауптвахту и т. п.)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καμπάνα" в других словарях:

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • καμπάνα — η (λ. ιταλ.) 1. μεταλλικό όργανο που έχει κωνικό σχήμα και παράγει ήχο χτυπώντας το εσωτερικό του: Δε βάρεσε ακόμη η καμπάνα για εσπερινό. 2. επίπληξη, τιμωρία: Έφαγε μια γερή καμπάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

  • КАМПАН — [церковнослав. ], название колокола в слав. богослужебных книгах. Происходит от средневек. лат. названия этого инструмента campana или campanum. В античный период этим словом называлась любая бронзовая утварь, производившаяся в италийской обл.… …   Православная энциклопедия

  • καμπανάκι — το (υποκορ. τού καμπάνα) 1. μικρή καμπάνα, καμπανέλι 2. βοτ. δημώδης ονομασία τού φυτού που σε παλαιότερες ταξινομήσεις ήταν γνωστό ως ιπομοία η ωραιοφυής …   Dictionary of Greek

  • καμπανάρι — το (στην αμπελουργία) συν. στον πληθ. τα καμπανάρια τα μικρά σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρυγητό, αποτρυγήματα, αλλ. κουδούνια, καμπανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + κατάλ. άρι, πρβλ. κοντ άρι, χορτ άρι] …   Dictionary of Greek

  • καμπανέλι — το (Μ καμπανέλλι και καμπανέλι) μικρή καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνίσκος νεοελλ. ναυτ. καθένας από τους μικρούς κιονίσκους τού καταστρώματος, στους οποίους δένονται οι πόδες τών ιστίων, ποδοδέτης, κν. μπαμπαδέλι μσν. καμπαναριό, κωδωνοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • καμπανούλα — (Campanula). Γένος φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), την οποία και χαρακτηρίζει. Περιλαμβάνει πολυάριθμες μονοετείς, διετείς ή πολυετείς πόες, αυτοφυείς στα δάση και στους βοσκότοπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»